- σιτοφορικός
- σῑτοφορ-ικός, ή, όν,A corn-bearing, ib.2.240.8 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιτοφορικός — corn bearing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτοφορικός — ή, όν, Α [σιτοφόρος] αυτός που παράγει σιτάρι («γῆς χερσαμπέλου σιτοφορικῆς», πάπ.) … Dictionary of Greek